- πριονίζω
- ΝΑ [πριόνιον]κόβω με πριόνι («τα σαράκια να πριονίζουν... τα κατακλείδια», Βαλαωρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πριονίζω — πριονίζω, πριόνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πριονίζω — πριόνισα, πριονίστηκα, πριονισμένος, κόβω με πριόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πριόνισμα — το, Ν [πριονίζω] τεχνολ. η ενέργεια τού πριονίζω, η κοπή ή η κατεργασία ξύλου ή άλλου υλικού με τη βοήθεια μηχανικού ή χειροκίνητου πριονιού … Dictionary of Greek
άπριγδα — ἄπριγδα επίρρ. (Α) απρίξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. εκφραστικός, σύνθετος από α επιτατικό και πρίω «πριονίζω». Παράλληλος τ. απρίξ*] … Dictionary of Greek
ανάπρισις — ἀνάπρισις ( εως), η (Α) πριόνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πρῖσις < πρίω «πριονίζω»] … Dictionary of Greek
αποπρίω — ἀποπρίω (Α) [πρίω] πριονίζω, κόβω με το πριόνι … Dictionary of Greek
διαπρίω — (Α) [πρίω] 1. πριονίζω, κόβω (στα δύο) με πριόνι 2. διαιρώ, χωρίζω 3. τεμαχίζω 4. τρίζω τα δόντια 5. ταλαιπωρώ υπερβολικά, βασανίζω … Dictionary of Greek
εμπρίζω — ἐμπρίζω (Α) πριονίζω, κόβω με πριόνι (βλ. και ἐμπρίω) … Dictionary of Greek
εμπρίω — ἐμπρίω, επικ. τ. ἐνιπρίω (Α) 1. πριονίζω μέσα 2. δαγκώνω πριονιστά, βαθιά 3. (για σκύλο) σφίγγω και τρίζω τα δόντια 4. τρίζω 5. (αμετ.) (για σινάπι κ.ά.) έχω καυστική, πιπεράτη γεύση, καίω … Dictionary of Greek
εύπριστος — εὔπριστος, ον (Α) αυτός που πριονίζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πριστός (< πρίω «κόβω, πριονίζω»)] … Dictionary of Greek